- ρητορίσκος
- ό / ῥητορίσκος, ΝΑ [ῥήτωρ, -ορος](υποκορ. τ.) μικρός, ασήμαντος ρήτορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek